- αναρρωτικός
- -ή, -όο σχετικός με την ανάρρωση, αυτός που βοηθά στην ανάρρωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναρρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναρρωτικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την ανάρρωση: Ύστερα από την εγχείρηση πήρε και δυο μήνες αναρρωτική άδεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναρρώνω — (Α ἀναρρώννυμι) γιατρεύομαι, ανακτώ την υγεία, τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι αρχ. (μτβ.) γιατρεύω, ενδυναμώνω, αναζωογονώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ρώννυμι «τονώνω, δυναμώνω». ΠΑΡ. ανάρρωση ( ις), νεοελλ. αναρρωτήριο, αναρρωτικός] … Dictionary of Greek